παραψυχολογικός

παραψυχολογικός
-ή, -ό [παραψυχολογία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραψυχολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραψυχολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παραψυχολογία: Ο υπνωτισμός και η τηλεπάθεια είναι παραψυχολογικά φαινόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”